Δοκιμασία διέγερσης με υπέρτονο άλας
. Bolus 250 ml 3% υπέρτονου άλατος σε 15 min ή 15 ml/Kgr ΒΣ/min
. Μετρήσεις νατρίου ανά 30 min μετά την έγχυση
. Μόλις αυξηθεί το επίπεδο νατρίου >147 mmol / L (ωσμωτική διέγερση) : σταματάμε την έγχυση και μετράμε επίπεδα κοπεπτίνης. Επίπεδα < 4.9 pmol/l δείχνουν με υψηλή ακρίβεια 97% κεντρικό άποιο διαβήτη. Είναι όμως δύσκολος ο διαχωρισμός μερικού κεντρικού άποιου από πρωτοπαθή πολυδιψία. Αναφέρονται δίψα, κεφαλαλγία και κακή διάθεση. Ο ασθενής μετά τη δοκιμασία θα πρέπει να καταναλώσει τουλάχιστον 30 ml/Kgr ΒΣ νερό μέσα σε 60 min και ταυτόχρονα 5% γλυκόζη 500 ml σε 60 min για να επανέλθουν τα επίπεδα νατρίου σε φυσιολογικά επίπεδα. Η δοκιμασία έγχυσης υπερτονικού φυσιολογικού ορού αντενδείκνυται σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, κίρρωση του ήπατος, επιληψία και εγκυμοσύνη.
Δοκιμασία διέγερσης με αργινίνη (μικρή διάρκεια)
. Υπολογισμός δόσης ΒΣ σε κιλά Χ2.4=ml υδροχλωρικής αργινίνης 21% (max 192ml=40gr), σε 500ml NaCl 0.9% και έγχυση σε 30 min
. 60 min μετά την έναρξη της έγχυσης μετράμε επίπεδα κοπεπτίνης
Η αργινίνη εκτός από την αυξητική και την προλακτίνη διαγείρει και την οπίσθια υπόφυση. Η αύξηση της κοπεπτίνης είναι από 5.2 σε 9.8 pmol/l. Επίπεδα κοπεπτίνης < 3.8 60 λεπτά μετά την έναρξη της έγχυσης διαχωρίζουν με μεγάλη ακρίβεια κεντρικό άποιο από πρωτοπαθή πολυδιψία. Ανεφέρεται ναυτία και έμετος
Πρόβλεψη μετεγχειρητικού κεντρικού άποιου διαβήτη
Είναι σπάνια επιπλοκή αλλά ζωτικής σημασίας η διάγνωση της και σημαντικός ο διαχωρισμός παροδικής από μόνιμη μορφή. Αρκετές μελέτες δείχνουν την χρήση κοπεπτίνης ως προγνωστικού δείκτη. Ένα επίπεδο κοπεπτίνης <2.5 pmol / l είναι θετική πρόγνωση για ανάπτυξη κεντρικού άποιου διαβήτη, ενώ τιμή > 30 pmol / l τον αποκλείει. Άλλη μελέτη έδειξε ότι τιμή κοπεπτίνης <12.8 pmol / l έδειξε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο για ανάπτυξη κεντρικού άποιου διαβήτη, ενώ επίπεδο > 4.2 pmol / l αποκλείει μόνιμες μορφές. Η αξιοπιστία αυτών των αποτελεσμάτων πρέπει να επιβεβαιωθεί λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών που πάσχουν (12%). Επιπλέον, θα πρέπει να βρεθεί μια αξιόπιστη λύση για τη διάκριση μεταξύ παροδικών και μόνιμων μορφών κεντρικού διαβήτη για να μπορεί ο κλινικός γιατρός να εκτιμήσει περαιτέρω ανάγκες θεραπείας και παρακολούθησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου