Όλγα Δεβετζάκη - Ενδοκρινολόγος
Αναστασίου Ζίννη, 9, Αθήνα, Αττική, 11741
Phone: 210-9239440 URL of Map

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (ΠΥ) είναι η πιο συχνή αιτία υπέρτασης ενδοκρινικού τύπου
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν μεγαλύτερη συχνότητα από ότι είχε προηγουμένως εκτιμηθεί
Η εξέταση εκλογής είναι ο λόγος αλδοστερόνης/ρενίνης
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (ΠΥ) είναι η πιο συχνή αίτια ενδοκρινικής υπέρτασης και από πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι η συχνότητα του έχει υποεκτιμηθεί. Πολλοί ασθενείς με ΠΥ δεν έχουν υποκαλιαιμία και η νόσος μπορεί να είναι οικογενής. Η αναλογία αλδοστερόνης/ρενίνης (ΑΡ) είναι η προτιμώμενη διαγνωστική εξέταση και μπορεί να ερμηνευτεί ακόμα και με λήψη αντιυπερτασικών φαρμάκων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατευθύνει την θεραπεία.
Εφ' όσον επιβεβαιωθεί ΠΥ θα πρέπει να γίνει καθετηριασμός επινεφριδιακών φλεβών για να καθορίσει αν πρόκειται για αδένωμα ή υπερπλασία με σκοπό την χειρουργική αποκατάσταση του ασθενούς.
Υπέρταση: φαίνεται ότι είναι πολύ συχνή, με ποσοστά που αγγίζουν το 30% σε πρόσφατες μελέτες. Από τους ασθενείς αυτούς μόνο το 50% ρυθμίζεται με πιέσεις <140/90.
Ανθεκτική θεωρείται η υπέρταση όταν δεν ρυθμίζεται με συνδυασμό τριών  αντιυπερτασικών, ή ελέγχεται με τέσσερα ή περισσότερα φάρμακα και το ποσοστό της φτάνει το 12.8%
Η υποκαλιαιμία μπορεί να μην εμφανίζεται σε όλους τους ασθενείς με ΠΥ
Υπολογίζεται ότι μέχρι και 10-12% των ασθενών με υπέρταση μπορεί να έχει ΠΥ. Σε μεγάλη μελέτη με 1125 υπερτασικούς ασθενείς το 11.2% διαγνώσθηκε με ΠΥ και από αυτούς 42.8% με αλδοστερόνωμα και 57.2% με υπερπλασία επινεφριδίων. Από τους ασθενείς με αλδοστερόνωμα 52% είχαν φυσιολογικό κάλιο, ενώ στος ασθενείς με υπερπλασία το ποσοστό έφτασε το 83.1%. Έτσι αν και η υπέρταση με υποκαλιαιμία είναι ένας ευαίσθητος δείκτης για περίσσεια αλατοκορτικοειδών, το χαμηλό κάλιο δεν είναι απαραίτητο για να διαγνωσθεί ΠΥ.
Υψηλότερα ποσοστά ΠΥ έχουν βρεθεί σε συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών όπως ασθενείς με ανθεκτική υπέρταση (19-20%), ασθενείς με υπέρταση και σακχαρώδη διαβήτη (13-14%), ασθενείς με υπέρταση και αποφρακτική άπνοια ύπνου (34%)
Μοριακή φυσιολογία και παθοφυσιολογία
Η σύνθεση και έκκριση αλδοστερόνης είναι στενά συνδεδεμένη με το σύστημα ρενίνης/αγγειοτενσίνης ΙΙ. Η απελευθέρωση ρενίνης κινητοποιείται από υποδοχείς όγκου στην παρασπειραματική συσκευή και από υποδοχείς ευαίσθητους στην συγκέντρωση νατρίου. Η ρενίνη καταλύει την μετατροπή του αγγειοτενσινογόνου σε αγγειοτενσίνη Ι η οπία στη συνέχεια μετατρέπεται σε αγγειοτενσίνη ΙΙ με την δράση του μετατρεπτικού ενζύμου.  Η αγγειοτενσίνη ΙΙ ασκεί την δράση της στην έκλυση αλδοστερόνης μετά από σύνδεση με τον υποδοχέα της στην zona glomerulosa του φλοιού των επινεφριδίων. Η ACTH και η υπερκαλιαιμία επίσης προκαλούν έκλυση αλδοστερόνης.
Η αλδοστερόνη δρα στην συνέχεια στο άπω σωληνάριο του νεφρού όπου μπαίνει στο κύτταρο και συνδέεται στον κυτταροπλασματικό υποδοχέα των αλατοκορτικοειδών. Το σύμπλεγμα μεταναστεύει στον πυρήνα και προκαλεί την αυξημένη έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων. Αυτό οδηγεί σε αυξημένες συγκεντρώσεις των διαύλων νατρίου στο επιθήλιο, επαναρρόφηση νατρίου και νερού και αύξηση του όγκου. Η απάντηση στην αύξηση του όγκου είναι αντανακλαστική αγγειοσυστολή με αποτέλεσμα υπέρταση σε ασθενείς με περίσσεια αλδοστερόνης.
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός είναι μια κατάσταση υψηλής αλδοστερόνης/χαμηλής ρενίνης. Η συνηθέστερη αιτία είναι άμφω υπερπλασία των επινεφριδίων, υπεύθυνη για τα 2/3 των περιπτώσεων. Αλδοστερόνωμα είναι υπεύθυνο για το 1/3 των περιπτώσεων. Υπερπλασία του ενός επινεφριδίου, καρκίνος του φλοιού και έκτοπη παραγωγή αλδοστερόνης είναι σπάνιες αιτίες. Τέλος ακόμα πιο σπάνια έχει περιγραφεί οικογενής υπεραλδοστερονισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου