Μόνο το ψωμί την ανακουφίζει, ψωμί με βούτυρο, φέτες τεράστιες, απ' αυτές που έχει ακούσει σ' αυτό το χωριό να τις λένε παντόφλες. Κόβει τα καρβέλια φρεσκοψημένα, μόλις βγαίνουν απ' το φούρνο, τη μία φέτα μετά την άλλη, κάποιες φορές δεν μπαίνει καν στον κόπο να τις κόψει με το μαχαίρι, τις κόβει με τα χέρια της. Μια μέρα, μόνη της σ΄ετούτη εδώ την κουζίνα, καταβρόχθισε μετά το μεσημεριανό και πριν από το βραδινό ένα ολόκληρο καρβέλι. (Και εξήγησε στον άντρα της, θέλοντας να δικαιολογήσει το ψωμί που έλειπε, πως ένα απ΄τα καρβέλια της είχε καεί - λες κι ένας άντρας ονειροπαρμένος κι αφηρημένος σαν τον πατέρα μου, λες κι ένας οποιοσδήποτε άντρας θα πρόσεχε ποτέ κάτι τόσο ασήμαντο). Συχνά πασπαλίζει το βουτυρωμένο ψωμί με ζάχαρη. Η επιφάνεια του λαμπυρίζει σαν να τη χαιρετάει, οι μικροσκοπικοί κρυστάλλινοι κόκκοι θρυμματίζονται ανάμεσα στα δόντια της, τη στυλώνουν, της δίνουν δύναμη. Φαντάζεται το ζυμάρι, τη μαλακιά του ψίχα να κατεβαίνει στο στομάχι της, να σκεπάζει τα πρησμένα πικρά του τοιχώματα με τη μπαμπακένια ζεστασιά του, ν΄απορροφά και να εξουδετερώνει τα δηλητήρια του ίδιου της του κορμιού.
Carol Shields
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου