Ήταν ένας τύπος γύρω στα τριάντα, που έμοιαζε κάπως με τον Πατσίνο, σκαρί μεσαίων βαρών, με διακριτικά κομψό ντύσιμο, μέχρι και τα μποτάκια τύπου Chelsea. Ήταν γνωσό ότι ήταν μπάτσος, μπασκίνας λιγομίλητος, ευγενικός και μουσικόφιλος, που άρπαζε εν κινήσει ένα σταχτοδοχείο από ένα τραπεζάκι και καθόταν μπροστά σ' ένα όρθιο πιάνο ξεχασμένο σε μια άκρη από την εποχή που οι χορευτές του ταγκό ή του πάσο ντόμπλε είχαν βγάλει στο σφυρί δικτυωτές κάλτσες και φούστες με σχίσιμο. Καθισμένος εκεί, σιγοτραγουδούσε μέσα από τα δόντια του παίζοντας ταυτόχρονα ένα παράξενο μίγμα από μπλουζ, τζαζ, ραγκτάιμ, μπούγκι-γούγκι και για τους γνώστες παρέπεμπε στη σχολή της Νέας Ορλεάνης. Πότε πότε άνοιγε το καπάκι του οργάνου, αφήνοντας τα σφυράκια ν' αποδράσουν χτυπώντας κλακέτες πάνω στις χορδές, κι έπειτα να ταξιδέψουν σ' ένα κομμάτι που θα ΄λεγες σύνθεση κάποιου Σοπέν του Χάρλεμ. Με τα βλέφαρα κλειστά, ένα χαμόγελο αιγυπτιακής γάτας στα χείλη, θαρρούσες ότι ξαναγύριζε στην παιδική ηλικία, εκείνη κάποιου ωδείου αν έκρινες από την καμπύλη των δακτύλων και τη σκληρότητα του χτυπήματος πάνω στα πλήκτρα. Εκείνες τις στιγμές, μια ατμόσφαιρα καζίνου του Μακάο επικρατούσε στον γεμάτο γαλάζιο καπνό χώρο, ακόμα και οι παίκτες, σήκωναν ένα μάτι και χτυπούσαν ελαφρά το πόδι στο ρυθμό, όπως σε μια σκηνή από φιλμ νουάρ λίγο πριν αρχίσουν οι κάμερες το γύρισμα.
Hugues Pagan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου