Ματόκλαδα πυκνά και μακριά, κανονική σκιά δένδρου. Μαλλιά καστανωπά με δαχτυλίδια μεγάλα σαν τους κρίκους στα κουρτινόξυλα για βαριές κουρτίνες της σάλας. Τα κιλά του ένα κι ένα, δεν περίσσευαν παχάκια. Είχε κι ωραίο χνότο, ζεστό, με ευωδιά μπουγάτσας. Ευτυχώς δεν ήταν κούκλος αφίσας, ήταν σπάνιος με ανεξήγητο τρόπο, λες και τον είχε ψαρέψει μέσα από κάποιο βιβλίο, ίσως μια συλλογή παραμυθιών από ιστορικά χωριουδάκια στα τελευταία τους.
Νομίζω πως η μέρα μου πάει στράφι αν δε χαϊδέψω τα δύο οριζόντια κόκαλα αριστερά και δεξιά στη βάση του λαιμού σου, της έλεγε κατεβάζοντας δέκα πόντους τον γυριστό γιακά του ζιβάγκο της. Τα χάιδευε, τα έτριβε, τα φιλούσε απαλά ξανά και ξανά, είκοσι, τριάντα, πενήντα φορές. Όσο για τα δικά του ντυσίματα, όλο ψιλά καρό κι όλα σε χρώματα φθινοπωρινής εξοχής, σταχτοκίτρινα αμπελόφυλλα και σκουριασμένα πλατανόφυλλα.
Εκτός από το Χρόνης, που του πήγαινε μια χαρά, θα του ταίριαζε και το όνομα Νοέμβριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου