Συμβαίνει να κουράζεται ο Θεός από τη φωτεινότητα και τη γαλήνη, να δυσανασχετεί με την απεραντοσύνη. Τότε, σαν ένα τεράστιο, υπερευαίσθητο όστρακο, το σώμα του οποίου γυμνό και τρυφερό, μπορεί να αντιλαμβάνεται και το πιο αμυδρό τρεμόπαιγμα μιας αχτίδας φωτός, μαζε'υεται στον ευατό του και, αμέσως στον λίγο χώρο που ελευθερώνει, απο το απόλυτο τίποτα εμφανίζεται ένας κόσμος. Στην αρχή ο κόσμος θυμίζει έναν λεκέ μούχλας, είναι μαλακός και απαλός, σύντομα όμως ο λεκές μεγαλώνει, μεμονωμένες ίνες ενώνονται μεταξύ τους, δημιουργώντας ισχυρές υφάνσεις. Στο τέλος σκληραίνει κι απο κει και πέρα αρχίζει και παίρνει χρώμα. Τη διαδικασία αυτή συνοδεύει ένας χαμηλός, μόλις αισθητός ήχος, ένας σκοτεινός παλμός που προκαλεί στα άτομα ένα ανήσυχο τρέμουλο. Από αυτή την κίνηση προέρχονται τα σωματίδια και ύστερα οι κόκκοι της άμμου και οι σταγόνες που χωρίζουν τον κόσμο στα δύο.
Τώρα βρισκόμαστε από τη μεριά της άμμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου