Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα και αυξημένο κίνδυνο κατάγματος
Τη 10ετία του '90 η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έδωσε έναν κλινικό ορισμό της οστεοπόρωσης βασισμένο στην οστική πυκνότητα (BMD) του αυχένα του μηριαίου μετρημένο με DEXA. Ανεξάρτητα από ηλικία και φύλο το BMD συγκρίνεται με δεδομένα ενός πληθυσμού αναφοράς από υγιή ενήλικα θηλυκά (“T-score”). Ένα BMD που είναι 2.5 τυπικές αποκλίσεις ή περισσότερο από τα νεαρά θηλυκά ενήλικα άτομα χαρακτηρίζεται οστεοπόρωση, ενώ T-score 1-2.5 οστεοπενία
Το BMD από μόνο του δεν περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος
Η οστεοπόρωση είναι κοινή. Το 2010 6.6% των ανδρών και 22.1 % των γυναικών ηλικίας >50 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε οστεοπόρωση, με 3.500.000 κατάγματα. Είναι αυξημένη η θνησιμότητα στους περισσότερους τύπους καταγμάτων (5-8 φορές τους πρώτους 3 μήνες μετά από κάταγμα ισχύου), η οποία προκύπτει από συνοδά νοσήματα: μόλυνση ή καρδιαγγειακές επιπλοκές . Και βεβαίως φτωχότερη ποιότητα ζωής και <40% των ατόμων με κάταγμα ισχύου αποκτούν την προ κατάγματος περιπατητική τους κατάσταση
Παράγοντες κινδύνου
Ηλικία και Φύλο
Η πιθανότητα οστεοπόρωσης αυξάνεται μετά την ηλικία των 50 ετών. Η συνολική συχνότητα των καταγμάτων είναι 3 φορές υψηλότερη στις γυναίκες. Υπάρχει λόγω του Φύλου διαφορά στην γεωμετρική δομή και στην μικροαρχιτεκτονική του οστού που προσδίδουν μεγαλύτερη αντοχή στους άνδρες (μεγαλύτερο εύρος οστών, παχύτερος φλοιός, μεγαλύτερο δοκιδωτό τμήμα). Στις γυναίκες συμβάλλει επίσης η εμμηνόπαυση (διακοπή της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων). Επίσης με την ηλικία αυξάνει ο κίνδυνος πτώσης λόγω σαρκοπενίας, κακής λειτουργικής κινητικότητας, προβλημάτων όρασης, νευρολογικών ή καρδιολογικών προβλημάτων και κατασταλτικών φαρμάκων
Εθνικότητα
Ανάλογα με την εθνικότητα υπάρχει διαφορά στην οστική πυκνότητα, το μέγεθος του σκελετού και τη μικροαρχιτεκτονική. Γυναίκες από Αφρική και Αμερική έχουν καλύτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με Καυκάσιες γυναίκες με αποτέλεσμα μεγαλύτερη αντοχή των οστών
Τη 10ετία του '90 η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έδωσε έναν κλινικό ορισμό της οστεοπόρωσης βασισμένο στην οστική πυκνότητα (BMD) του αυχένα του μηριαίου μετρημένο με DEXA. Ανεξάρτητα από ηλικία και φύλο το BMD συγκρίνεται με δεδομένα ενός πληθυσμού αναφοράς από υγιή ενήλικα θηλυκά (“T-score”). Ένα BMD που είναι 2.5 τυπικές αποκλίσεις ή περισσότερο από τα νεαρά θηλυκά ενήλικα άτομα χαρακτηρίζεται οστεοπόρωση, ενώ T-score 1-2.5 οστεοπενία
Το BMD από μόνο του δεν περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος
Η οστεοπόρωση είναι κοινή. Το 2010 6.6% των ανδρών και 22.1 % των γυναικών ηλικίας >50 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε οστεοπόρωση, με 3.500.000 κατάγματα. Είναι αυξημένη η θνησιμότητα στους περισσότερους τύπους καταγμάτων (5-8 φορές τους πρώτους 3 μήνες μετά από κάταγμα ισχύου), η οποία προκύπτει από συνοδά νοσήματα: μόλυνση ή καρδιαγγειακές επιπλοκές . Και βεβαίως φτωχότερη ποιότητα ζωής και <40% των ατόμων με κάταγμα ισχύου αποκτούν την προ κατάγματος περιπατητική τους κατάσταση
Παράγοντες κινδύνου
Ηλικία και Φύλο
Η πιθανότητα οστεοπόρωσης αυξάνεται μετά την ηλικία των 50 ετών. Η συνολική συχνότητα των καταγμάτων είναι 3 φορές υψηλότερη στις γυναίκες. Υπάρχει λόγω του Φύλου διαφορά στην γεωμετρική δομή και στην μικροαρχιτεκτονική του οστού που προσδίδουν μεγαλύτερη αντοχή στους άνδρες (μεγαλύτερο εύρος οστών, παχύτερος φλοιός, μεγαλύτερο δοκιδωτό τμήμα). Στις γυναίκες συμβάλλει επίσης η εμμηνόπαυση (διακοπή της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων). Επίσης με την ηλικία αυξάνει ο κίνδυνος πτώσης λόγω σαρκοπενίας, κακής λειτουργικής κινητικότητας, προβλημάτων όρασης, νευρολογικών ή καρδιολογικών προβλημάτων και κατασταλτικών φαρμάκων
Εθνικότητα
Ανάλογα με την εθνικότητα υπάρχει διαφορά στην οστική πυκνότητα, το μέγεθος του σκελετού και τη μικροαρχιτεκτονική. Γυναίκες από Αφρική και Αμερική έχουν καλύτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με Καυκάσιες γυναίκες με αποτέλεσμα μεγαλύτερη αντοχή των οστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου