Και τότε, κάποιο πρωί μια βδομάδα μετά, τηλεφώνησε η μητέρα του: ο Χέμινγκ είχε πεθάνει. Δεν υπήρχε τίποτα να πει. Δεν μπορούσε να ρωτήσει γιατί δεν του είχε πει πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, επειδή ένα κομμάτι του ήξερε ότι δεν θα του το έλεγε. Δεν μπορούσε να πει ότι ευχόταν να ήταν εκεί, επειδή δεν θα είχε τίποτα να του απαντήσει εκείνη. Δεν μπορούσε να την ρωτήσει πως ένιωθε, επειδή ότι και να του έλεγε δεν θα ήταν αρκετό. Ήθελε να ουρλιάξει στους γονείς του, να τους χτυπήσει, να τους αποσπάσει κάτι- ένα μικρό ξέσπασμα θρήνου, μια ρωγμή στην αυτοκυριαρχία τους, μια αναγνώριση ότι κάτι μεγάλο είχε συμβεί, ότι με τον θάνατο του Χέμινγκ είχαν χάσει κάτι ζωτικό κι απαραίτητο για τη ζωή τους. Δεν τον ένοιαζε αν στ' αλήθεια ένιωθαν έτσι ή όχι. Απλώς είχε ανάγκη να το πουν, είχε ανάγκη να νιώσει ότι κάτι υπήρχε κάτω απ' την αδιατάρακτη ηρεμία τους, ότι κάπου μέσα τους κυλούσε ένα μικρό ρυάκι με ορμητικό, δροσερό νερό, που έσφυζε από λεπτεπίλεπτες ζωές, ψαράκια και χόρτα και λευκά λουλουδάκια, τρυφερά και εύθραυστα και τόσο ευάλωτα, που δεν μπορούσες να τα κοιτάξεις χωρίς να λαχταρήσεις
Hanya Yanagihara
Hanya Yanagihara
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου